- θρυοπώλης
- θρῠο-πώλης, ου, ὁ,A rush-seller, PLond.1.125.39 (iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρυοπώλης — θρυοπώλης, ὁ (Α) αυτός που πωλεί βούρλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + πωλης] … Dictionary of Greek
θρυοπώλιον — και θροιοπόλιον, τὸ (Α) [θρυοπώλης] τόπος όπου πωλούνται βούρλα … Dictionary of Greek
θρύο — το (Α θρύον) το βούρλο νεοελλ. βοτ. είδος ζιζανίου τών αγρών, δεμάτια, δεματόχορτο, μαχαιρίδι, βούτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θρύον ανάγεται πιθ. σε ΙE *truso και συνδέεται με αρχ. σλαβ. trŭstĭ «καλάμι». Το δασύ τού τ. προήλθε ίσως από αρχικό τ. *τρυhον … Dictionary of Greek